Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης αφιερωμένη στον Νίκο Καββαδία

Leave a comment

Η 21η Μαρτίου καθιερώθηκε ως Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης το 1998 από την
Εταιρεία Συγγραφέων, επειδή είναι η ημέρα της Εαρινής Ισημερίας – αρχή
της Άνοιξης.

Η Εαρινή Ισημερία είναι η στιγμή που ισορροπεί το φως με το σκοτάδι,
ένα σημείο σταθερό στον κύκλο του χρόνου, υπόμνηση του αιώνιου μέσα στο
εφήμερο, του παντοτινού μέσα στο μεταβαλλόμενο: όπως ακριβώς είναι και
η Ποίηση.

Tο 2001, η UNESCO, ύστερα από εισήγηση του προέδρου της Εταιρείας
Συγγραφέων, πρέσβη Βασίλη Βασιλικού, υιοθέτησε την «Παγκόσμια Ημέρα
Ποίησης», αναθέτοντας μάλιστα στη χώρα μας να οργανώσει τον πρώτο
διεθνή εορτασμό, την ίδια χρονιά. Την εκτέλεση της απόφασης υλοποίησε
τότε το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου.

Φέτος, η ημέρα αφιερωμένη στον Νίκο Καββαδία. Το Εθνικό Κέντρο
Βιβλίου (ΕΚΕΒΙ) επέλεξε τον Ν. Καββαδία, θέλοντας να τιμήσει τα 100
χρόνια από τη γέννησή του που συμπληρώνονται τη χρονιά αυτή.

Εκδηλώσεις:

Εκατό ποιητές θα εκθέσουν τη δουλειά τους στη σκηνή του Bacaro (Σοφοκλέους 1, Αθήνα).

Επίσης, ο ΙΑΝΟΣ για πέμπτη συνεχή χρονιά, γιορτάζει την Παγκόσμια
Ημέρα Ποίησης και καλεί ανθρώπους από τον χώρο του Πολιτισμού να
διαβάσουν το αγαπημένο τους ποίημα. Παράλληλα συνθέτες, ερμηνευτές και
διαφορετικά μουσικά σχήματα μας ταξιδεύουν στην μελοποιημένη ελληνική
και παγκόσμια ποίηση. Διαβάζουν: Αμπαζής Παντελής, Αραβανής Σπύρος,
Ασωνίτης Αλέξανδρος, Βιντιάδης Μηνάς, Γιανναράς Χρήστος, Ηλιόπουλος
Βαγγέλης, Καλπούζος Γιάννης, Κόρδης Γιώργος, Λιάνης Γιώργος, Μουζακίτης
Χρύσανθος, Μπούρας Κωνσταντίνος, Ρικάκη Λουκία, Σαββόπουλος Πάνος,
Σιδέρης Νίκος, Σουλιώτης Γιάννης, Σταμάτης Αλέξης, Σταυρόπουλος
Σταύρος, Χατζόπουλος Θανάσης, Χούκλη Μαρία κ.α. Κυριακή, 21 Μαρτίου
2010, ώρα 19:00, Ιανός, Σταδίου 24, Αθήνα, είσοδος ελεύθερη.

Στον εορτασμό της Παγκόσμιας Ημέρας Ποίησης συμμετέχει και το
Μουσείο Μπενάκη, με ένα αφιέρωμα στον ποιητή Νικηφόρο Βρεττάκο. Το
τιμητικό αφιέρωμα (21/3, 17:30-20:30, αμφιθέατρο Μουσείου Μπενάκη,
Κτήριο οδού Πειραιώς, Πειραιώς 138 & Ανδρονίκου, τηλ. 210-3453111 )
περιλαμβάνει ομιλίες των Ερατοσθένη Καψωμένου (καθηγητή Πανεπιστημίου
Ιωαννίνων) Βιντσέντζο Ρότολο (ομότιμου καθηγητή Πανεπιστημίου Παλέρμο),
Τίτου Πατρίκιου (ποιητή), Βαγγέλη Αθανασόπουλου (καθηγητή Πανεπιστημίου
Αθηνών), Ντέιβιντ Κόνολι (αναπληρωτή καθηγητή ΑΠΘ), Ελένης
Τζινιέρη-Τζανετάκου (διευθύντριας Αρχείου Νικηφόρου Βρεττάκου). Θα
ακολουθήσει (ώρα 20:30) η πρώτη δημόσια προβολή της ταινίας της
Αθανασίας Δρακοπούλου Περιουσιακά Στοιχεία (διάρκεια 90′).

Ακόμα, από τις 21 Μαρτίου ως τις 20 Απριλίου παρουσιάζεται η έκθεση
πρώτων εκδόσεων, φωτογραφιών, ντοκουμέντων από τη συλλογή του Αρχείου
Νικηφόρου Βρεττάκου (Κεντρικό Κτήριο, Κουμπάρη 1, Κολωνάκι, τηλ.
210-3671000).

Στην Πάτρα, η Αντιδημαρχία Πολιτισμού, η ΔΕΠΑΠ, ο Σύνδεσμος
Φιλολόγων Πάτρας και το Πανεπιστήμιο Πατρών συνδιοργανώνουν συναυλία,
με την Ορχήστρα Νυκτών Εγχόρδων του Δήμου Πατρέων την Κυριακή 21
Μαρτίου και ώρα 21.00 στο Συνεδριακό και Πολιτιστικό Κέντρο του
Πανεπιστημίου Πατρών. Η Ορχήστρα Νυκτών Εγχόρδων του Δήμου Πατρέων υπό
τη διεύθυνση του Θανάση Τσιπινάκη θα ερμηνεύσει σε πρώτη εκτέλεση το
έργο της Κικής Δημουλά «Το τελευταίο σώμα μου» που έχει μελοποιήσει ο
Σάκης Παπαδημητρίου και θα τραγουδήσει η Μαρία Φαραντούρη. Η
ενορχήστρωση είναι του Γιώργου Αναστασόπουλου και της Βάσως Δημητρίου.
Ποιήματα της Κικής Δημουλά, η οποία θα παραβρεθεί στην συναυλία, θα
διαβάσει η ηθοποιός Αλεξάνδρα Σακελαροπούλου. Αναφορά στο έργο της
ποιήτριας, και ειδικά στο «Τελευταίο σώμα μου» θα κάνει ο Πρόεδρος του
Συνδέσμου Φιλολόγων Πάτρας Γιάννης Παππάς.



Νίκος Καββαδίας: νανούρισμα

Leave a comment

Στην υπέροχη ερμηνεία η Σοφία Μιχαηλίδου, τη μουσική έγραψε ο Μιχάλης Τρανουδάκης.

Πρώτη μέρα του Μαγιού
πάει το clipper του τσαγιού.
Να προλάβει τη Σαγκάη,
να φορτώσει το άσπρο τσάι.

Μα στου νότου τα νησιά,
στο στενό του Μακασάρ,
το κουρσεύουν πειρατές,
και δε γύρισε ποτές.

Στέρνουν ένα μπριγκαντίνι,
όλο ασένιο, στο καντίνι.
Μα όξω από τη Βαρκελώνα
το μπατάρει μιά χελώνα,
μια χελώνα θηλυκιά,
γκαστρωμένη και κακιά.

Μα ένας Κεφαλλονίτης,
κει οπίσω απ’ τη Δολίχα,
τραμπάκουλο αρματώνει
και το βαφτίζει Τρίχα.

Καβατζάρει το Σχινάρι,
τονε κλαίγαν κι οι γαϊδάροι.
Βγαίνει από τη Τζιμπεράλτα
δίχως μπούσουλα και χάρτα.

Όξω απ’ τη Μαδαγασκάρη
ο καιρός έχει λασκάρει.
Κατεβάζει τα πινά του
και ψειρίζει τ’ αχαμνά του.

Τονε πιάνουνε κουρσάροι
μα τους τάραξε στο ζάρι.
Μαχαιρώνει τη χελώνα
και ξορκίζει τον κυκλώνα.

Αριβάρει στο Μακάο
μ’ ένα φόρτωμα κακάο.
Όμως βρέθηκε στ’ αμπάρι
όλο φούντα και μπουμπάρι.

Αφού το μοσχοπούλησε
στη λίρα κολυμπάει.
Τσου χαιρετάει κινέζικα
και παει για τη Μπομπάη.

Τονε πιάνουν Μουσουλμάνοι
του φορέσανε καφτάνι.
Τον βαφτίζουν Μουχαμέτη
και του κάνουνε σουνέτι.

Τσου μαθαίνει σκορδαλιά
και τον κάνουν βασιλιά.
Το ‘σκασε νύχτα με μουσώνα
μ’ όλο το βιός σε μιά κασώνα.

Το μωρό μας με κλωτσάει.

Ένα αρκετά καλό γλωσσάρι  για το έργο του Νίκου Καββαδία μπορείτε να διαβάσετε ΕΔΩ.

Μπέρτολτ Μπρέχτ: Τα λόγια που δεν κεντρίζουν είναι σημάδι χαζομάρας.

Leave a comment

   

Με κάποιαν επιείκεια

Μπ. Μπρεχτ

Σεπτεμβρίου 18, 2009 — Δημήτρης

s

Στους μεταγενέστερους

Αλήθεια, σε μαύρα χρόνια ζω!
Τα λόγια που δεν κεντρίζουν είναι σημάδι χαζομάρας.
Ένα λείο μέτωπο, αναισθησίας. Εκείνος που γελάει
Δεν έχει μάθει ακόμα
Τις τρομερές ειδήσεις.
Μα τι καιροί λοιπόν ετούτοι, που
Είν’ έγκλημα σχεδόν όταν μιλάς για δέντρα
Γιατί έτσι παρασιωπάς χιλιάδες κακουργήματα!
Αυτός εκεί πού διασχίζει ήρεμα το δρόμο
Ξέκοψε πια ολότελα απ’ τους φίλους του
Πού βρίσκονται σ’ ανάγκη.
Είναι σωστό: το ψωμί μου ακόμα το κερδίζω.
Όμως πιστέψτε με: Είναι εντελώς τυχαίο. Απ’ ό,τι κάνω,
Τίποτε δε μου δίνει το δικαίωμα να φαω ως να χορτάσω.
Έχω γλιτώσει κατά σύμπτωση. (Λίγο η τύχη να, μ’ αφήσει χάθηκα.)
Μου λένε: Φάε και πιες! Να ‘σαι ευχαριστημένος που έχεις!
Μα πως να φαω και να πιω, όταν
Το φαγητό μου τ’ αρπάζω από τον πεινασμένο, όταν
Κάποιος διψάει για το ποτήρι το νερό που έχω;
Κι ωστόσο, τρωω και πίνω.
Θα ‘θελα ακόμα να ‘μουνα σοφός.
Τ’ αρχαία βιβλίο λένε τί είναι η σοφία:
Μακριά να μένεις απ’ τις επίγειες συγκρούσεις και δίχως φόβο
Τη λιγοστή ζωή σου να περνάς.
Θεωρούν σοφό ακόμα
Το δρόμο σου να τραβάς αποφεύγοντας τη βία
Στο κακό ν’ ανταποδίνεις το καλό
Να μη χορταίνεις τις επιθυμίες σου, αλλά να τις ξεχνάς.
Μου είναι αδύνατο να πράξω όλα τούτα:
Αλήθεια, σε μαύρα χρόνιο ζω!

Ήρθα στις πόλεις την εποχή της αναστάτωσης
Όταν εκεί βασίλευε η πείνα.
Ήρθα μες στους ανθρώπους στην εποχή της ανταρσίας
Και ξεσηκώθηκα μαζί τους.
Έτσι κύλησε ο χρόνος
Που πάνω στη γη μου δόθηκε.
Το ψωμί μου το ‘τρωγα ανάμεσα στις μάχες.
Για να κοιμηθώ πλάγιαζα ανάμεσα στους δολοφόνους.
Αφρόντιστα δινόμουνα στον έρωτα
Κι αντίκριζα τη φύση δίχως υπομονή.
Έτσι κύλησε ο χρόνος
Που πάνω στη γη μου δόθηκε
Στον καιρό μου οι δρόμοι φέρνανε στη λάσπη.
Η μιλιά μου με κατέδιδε στο δήμιο.
Λίγα περνούσαν απ’ το χέρι μου. Όμως αν δεν υπήρχα
Οι αφέντες θα στέκονταν πιο σίγουρα, αυτό έλπιζα τουλάχιστον.
Έτσι κύλησε ο χρόνος
Που πάνω στη γη μου δόθηκε.
Οι δυνάμεις ήτανε μετρημένες. Ο στόχος
Βρισκότανε πολύ μακριά.
Φαινόταν ολοκάθαρα, αν και για μένα
Ήταν σχεδόν απρόσιτος.
Έτσι κύλησε ο χρόνος
Που πάνω στη γη μου δόθηκε.

Εσείς, που θ’ αναδυθείτε μέσ’ απ’ τον κατακλυσμό
Που εμάς, μας έπνιξε,
Όταν για τις αδυναμίες μας μιλάτε
Σκεφτείτε
Και τα μαύρα χρόνια
Που εσείς γλυτώσατε
Εμείς περνάγαμε, αλλάζοντας χώρες πιο συχνά από παπούτσια,
Μέσα από ταξικούς πολέμους, απελπισμένοι σα βλέπαμε,
Την αδικία να κυριαρχεί και να μην υπάρχει εξέγερση.
Κι όμως το ξέραμε:
Ακόμα και το μίσος ενάντια στην ευτέλεια
Παραμορφώνει τα χαρακτηριστικά.
Ακόμα κ’ η οργή ενάντια στην αδικία
Βραχνιάζει τη φωνή. Αλλοίμονο, εμείς
Που θέλαμε να ετοιμάσουμε το δρόμο στη φιλία
Δεν καταφέρναμε να ‘μαστε φίλοι ανάμεσά μας.
Όμως εσείς, όταν θα ‘ρθει ο καιρός
Ο άνθρωπος να βοηθάει τον άνθρωπο
Να μας θυμάστε
Με κάποιαν επιείκεια

Μπ. Μπρεχτ

Κράτησα τη ζωή μου. Από τα ΕΠΙΦΑΝΙΑ ΑΒΕΡΩΦ του Σεφέρη.

Leave a comment

Κράτησα τη ζωή μου.
Από τα ΕΠΙΦΑΝΙΑ ΑΒΕΡΩΦ του Σεφέρη.

Σύνθεση: 3-4 Ιανουαρίου στις φυλακές Αβέρωφ. Νέα επεξεργασία στη Ζάτουνα που τελείωσε στις 26 Μαρτίου 1969


Απόσπασμα από το ημερολόγιο του Θεοδωράκη:

"Ζάτουνα, 24 Μαρτίου 1969

Ήρθε η Ανοιξη.
Την υποδέχθηκα με τα ΕΠΙΦΑΝΙΑ ΑΒΕΡΩΦ.
Με υποδέχθηκαν με νέους περιορισμούς. […]
-Απαγορεύεται να βγεις έξω σήμερα, μού είπε ο φρουρός.
Κάθισα
λίγο μπροστά στην πόρτα. Ένα κύμα από αγανάκτηση με συνεπήρε.
Εντούτοις…Είμαι ευχαριστημένος από τη δουλειά μου στα ΕΠΙΦΑΝΙΑ.
Πρόσθεσαστο Λαϊκό Τραγουδιστή και τη Λαϊκή Ορχήστρα έξι φωνές . Τριες
γυναικείες και τρεις αντρικές. Είναι ένα βήμα. Όπως και το ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ
ΕΜΒΑΤΗΡΙΟ.

Όμως η αντίθεση είναι οδυνηρή. Αυτοί οι ήχοι πάνω
στο πεντάγραμμο αποτελούν τη διαστημική αποθέωση της ελευθερίας. Δεν
υπάρχει βαρύτης. Όλα οδηγούν προς το στερέωμα. Η απολύτρωση είναι
τέλεια.
Βλέπω κι ακούω τις φωνές να εναγκαλίζονται, να συγκρούονται, να ενώνονται. Σ’ αυτό το στίγμα βρίσκομαι στις 10.40′ το πρωί.

Όμως απέξω με περιμένει η ηλιθιότητα των υπολειμμάτων του κτήνους, που
μας κληρονόμησε η ζούγκλα, τα σπήλαια και ο αδυσώπητος, θηριώδης αγώνας
για την επικράτηση. Όμως ποιού είδους επικράτηση; Έχουν την ψευδαίσθηση
της δύναμης, την ψευδαίσθηση της γροθιάς και τού κνούτου.

Κοιτάζω τη γραμμή στο πεντάγραμμο που έχω μπροστά μου και σκέφτομαι ότι
αυτή και μόνο φτάνει για να σαρώσει σα χάρτινο πύργο το καθεστώς της
κτηνώδους βίας που εγκατέστησαν μπροστά στην πόρτα μου…"

Μανώλης Αναγνωστάκης

Leave a comment

Ήρθες όταν εγώ…

Ήρθες όταν εγώ δεν σε περίμενα. Σαν κάθε νύχτα
Καίοντας την ανάμνηση πικρών θανάτων
Ανημποριά των γηρατειών, τρόμος της γέννησης,
Σε τρώγλες σκοτεινές, στην αγκύλη της ηδονής
Πέρα απ’ τους άδειους κάμπους των αποσπασμάτων
Ήρθες όταν εγώ δεν σε περίμενα. Α πως θα ζούσες
Εσύ κι εγώ μια τέτοιαν εποχή
Σάπιο φορτίο στ’ αμπάρι ενός
Μεθυσμένου καραβιού που πέθαναν όλοι
Βουλιάζοντας με χίλιες τρύπες στα κορμιά μας
Μάτια θολά που χλεύασαν το φως
Στόματα αδέσποτα στη φλούδα της ζωής
Καίοντας την ανάμνηση – Νεκροί
Σε μια εποχή ανέκκλητου θανάτου
Ήρθες όταν εγώ δεν σε περίμενα. Κι ούτε ένα νεύμα
Μια λέξη, όπως η σφαίρα στο στίγμα του λαιμού
Ούτε μι’ ανθρώπινη φωνή γιατί δεν είχε
Ακόμα γεννηθεί καμιά φωνή
Δεν είχε γεννηθεί τ’ άγριο ποτάμι
Που ρέει στις άκρες των δακτύλων και σωπαίνει.

Ανάμνηση ζωής – πότε ν’ αρχίζεις
Αδίστακτος και πράος να βγάζω λόγους
Να εκφωνώ στα κενοτάφια τους θρήνους
Φθαρμένους στων φθόγγων την πολυκαιρία
Και να κλειδώνεις τις μικρές μικρές χαρές
Όχι πατώντας στους νεκρούς σου πάνω στίχους
Γιατί αν είναι κόκκαλα, έρωτες ή χαμόσπιτα
Με την κουβέρτα στην ξώπορτα χωρίζοντας τον κόσμο
Στα δυο, κρύβοντας τον σπασμό και την απόγνωση
Κι έξω να ψάλλουν οι περαστικοί στο πείσμα των πιστών
Στο πείσμα του άρρωστου παιδιού και του χειμώνα
Α πως θα ζούσες μια εποχή. Κι αυτός αδίσταχτος,
Ο χρόνος, θρυμματίζοντας τη σκέψη
Τα στέρεα σχέδια και τις βίαιες αποφάσεις
Τα αιωρούμενα γιατί, τα υγρά χαμόγελα
Ήρθες όταν εγώ δεν σε περίμενα. Μη με γελάσεις
Αυτά δεν είναι τα κατώφλια που έχω σκύψει
Αυτές οι κρύπτες που ριγούν τα τρωκτικά
Δεν έχουν τίποτε απ’ τ’ άρωμα της λάσπης
Ούτε απ’ το χάδι των νεκρών στα όνειρα μας
Γιατί έχει μείνει κάτι – αν έχει μείνει –
Πέρα από θάνατο, φθορά, λόγια και πράξη.
Άφθαρτο μες στην τέφρα αυτή που καίω
Σαν κάθε νύχτα την ανάμνηση θανάτων
Πικρών και ανεξήγητων θανάτων
Γράφοντας ποιήματα χωρίς ήχους και λέξεις.

Αυτοί δεν είναι οι δρόμοι…

Αυτοί δεν είναι οι δρόμοι που γνωρίσαμε
Αλλότριο πλήθος έρπει τώρα στις λεωφόρους
Αλλάξαν και των προαστίων οι ονομασίες
Υψώνονται άσυλα στα γήπεδα και στις πλατείες.
Ποιος περιμένει την επιστροφή σου; Εδώ οι επίγονοι
Λιθοβολούν τους ξένους, θύουν σ’ ομοιώματα
Είσαι ένας άγνωστος μες στο άγνωστο εκκλησίασμα
Κι από τον άμβωνα αφορίζουνε τους ξένους
Ρίχνουνε στους αλλόγλωσσους κατάρες.

Εσύ στους σκοτεινούς διαδρόμους χώσου
Στις δαιδαλώδεις κρύπτες που δεν προσεγγίζει
Ούτε φωνή αγριμιού ή ήχος τυμπάνου•
Εκεί δε θα σε βρουν. Γιατί αν σ’ αφορίσουν
Κάποιοι – αναπόφευκτα – στα χείλη τους θα σε προφέρουν
Οι σκέψεις σου θ’ αλλοιωθούν, θα σου αποδώσουν
Ψιθυριστά προθέσεις, θα σε υμνήσουν.
Με τέτοιες προσιτές επιτυχίες θα ηττηθείς.
Τεντώσου απορρίπτοντας των λόγων σου την πανοπλία
Κάθε εξωτερικό περίβλημα σου περιττό
Και της Σιωπής το μέγα διάστημα, έτσι,
Τεντώσου να πληρώσεις συμπαγής.

Το σκάκι

Έλα να παίξουμε.
Θα σου χαρίσω τη βασίλισσα μου
(Ήταν για μένα μια φορά η αγαπημένη
Τώρα δεν έχω πια αγαπημένη)
Θα σου χαρίσω τους πύργους μου
(Τώρα πια δεν πυροβολώ τους φίλους μου
Έχουν πεθάνει καιρό πριν από μένα)
Κι ο βασιλιάς αυτός δεν ήτανε ποτέ δικός μου
Κι ύστερα τόσους στρατιώτες τι τους θέλω;
(Τραβάνε μπρος, τυφλοί, χωρίς καν όνειρα)
Όλα, και τ’ άλογα μου θα στα δώσω
Μονάχα ετούτον τον τρελό μου θα κρατήσω
Που ξέρει μόνο σ’ ένα χρώμα να πηγαίνει
Δρασκελώντας τη μια άκρη ως την άλλη
Γελώντας μπρος στις τόσες πανοπλίες σου
Μπαίνοντας μέσα στις γραμμές σου ξαφνικά
Αναστατώνοντας τις στέρεες παρατάξεις.

Κι αυτή δεν έχει τέλος η παρτίδα.

Κάθε πρωί…

Κάθε πρωί
Καταργούμε τα όνειρα
Χτίζουμε με περίσκεψη τα λόγια
Τα ρούχα μας είναι μια φωλιά από σίδερο
Κάθε πρωί
Χαιρετάμε τους χτεσινούς φίλους
Οι νύχτες μεγαλώνουν σαν αρμόνικες
– Ήχοι, καημοί, πεθαμένα φιλιά.

(Ασήμαντες
Απαριθμήσεις
– Τίποτα, λέξεις μόνο για τους άλλους.

Μα που τελειώνει η μοναξιά;)

Κι ήθελε ακόμη…

Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει. Όμως εγώ
Δεν παραδέχτηκα την ήττα. Έβλεπα τώρα
Πόσα κρυμμένα τιμαλφή έπρεπε να σώσω
Πόσες φωλιές νερού να συντηρήσω μέσα στις φλόγες.
Μιλάτε, δείχνετε πληγές αλλόφρονες στους δρόμους
Τον πανικό που στραγγαλίζει την καρδιά σας σα σημαία
Καρφώσατε σ’ εξώστες, με σπουδή φορτώσατε το εμπόρευμα
Η πρόγνωσίς σας ασφαλής: θα πέσει η πόλις.

Εκεί προσεχτικά, σε μια γωνιά, μαζεύω με τάξη,
Φράζω με σύνεση το τελευταίο μου φυλάκιο
Κρεμώ κομμένα χέρια στους τοίχους, στολίζω
Με τα κομμένα κρανία τα παράθυρα, πλέκω
Με κομμένα μαλλιά το δίχτυ μου και περιμένω.

Όρθιος, και μόνος σαν και πρώτα π ε ρ ι μ έ ν ω.

“Εδώ μεσάνυχτα“. Κώστας Τριπολίτης

Leave a comment

Ο Κώστας Τριπολίτης κάθε Τρίτη μεσάνυχτα παρουσιάζει στο Δεύτερο Πρόγραμμα (103,7 FM) την εκπομπή

“Εδώ μεσάνυχτα“.
Μια ώρα με αναγνώσεις ποιημάτων, κυρίως σύγχρονων Ελλήνων ποιητών,
τραγούδια από την ελληνική και ξένη δισκογραφία και καυστικό σχολιασμό
της επικαιρότητας. Από τους σημαντικότερους
ποιητές-στιχουργούς-διανοούμενους της μεταπολιτευτικής Ελλάδας.
Πολύτιμος ως είδος εν ανεπαρκεία και κοφτερός σαν τις λέξεις του:

Επιβάτης στην εξουσία αυτού του κράτους
που τα κάγκελά του χτίζει
υπογράφοντας θανάτους.

Ανεμολόγιο
Έβγαλε βρώμα η ιστορία ότι ξοφλήσαμε
είμαστε λέει το παρατράγουδο στα ωραία άσματα
και επιτέλους σκασμός οι ρήτορες πολύ μιλήσαμε
στο εξής θα παίζουμε σ’ αυτό το θίασο μόνο ως φαντάσματα

Κάτω οι σημαίες στις λεωφόρους που παρελάσαμε
άλλαξαν λέει τ’ ανεμολόγια και οι ορίζοντες
μας κάνουν χάρη που μας ανέχονται και που γελάσαμε
τώρα δημόσια θα έχουν μικρόφωνο μόνο οι γνωρίζοντες

Βγήκαν δελτία και επισήμως ανακοινώθηκε
είμαστε λάθος μες το κεφάλαιο του λάθος λήμματος
ο σάπιος κόσμος εκεί που σάπιζε ξανατονώθηκε
κι οι εξεγέρσεις μας είναι εν γένει εκτός του κλίματος

Δήλωσε η τσούλα η ιστορία ότι γεράσαμε
τις εμμονές μας περισυλλέγουνε τα σκουπιδιάρικα
όνειρα ξένα ράκη αλλότρια ζητωκραυγάσαμε
και τώρα εισπράττουμε απ’ την εξέδρα μας βροχή δεκάρικα

Ξέσκισε η πόρνη η ιστορία αρχαία οράματα
τώρα για σέρβις μας ξαποστέλνει και για χαμόμηλο
την παρθενιά της επανορθώσαμε σφιχτά με ράμματα
την κουβαλήσαμε και μας κουβάλησε στον ανεμόμυλο

Ηλεκτρικό πρόβατο
Το ηλεκτρικό μου πρόβατο κοιμάται,
τον ύπνο του δικαίου του σφαχτού,
στο αίμα του και εσείς κατρακυλάτε,
σαν ένορκοι εγκλήματος φτιαχτού.

Διευθυντές και στρατηγοί πίσω απ’ τις κάμερες,
ιχνηλατούν σκιές παράμερες,
τυφλές αρραβωνιαστικιές, αόμματοι λαχειοπώλες
σκοτώνονται σε καραμπόλες.

Το ηλεκτρικό μου πρόβατο κοιμάται…

Οι ποιητές κι οι μουσικοί πίσω απ’ τα σύρματα,
ξιφομαχούν με λόγια ασύρματα,
οι χήρες με τ’ ορφανά, επαίτες, γέροι, στρατιώτες,
γκρεμίζονται σ’ αυτές τις νότες.

Το ηλεκτρικό μου πρόβατο κοιμάται…

Επιβάτης
Επιβάτης στην εξουσία αυτού του κράτους
που τα κάγκελά του χτίζει
υπογράφοντας θανάτους.
Επιβάτης στην υστερία αυτού του τόπου
που τα κόκαλα τσακίζει
και τα όνειρα του ανθρώπου.

Έβγαλα εισιτήριο
στο γήπεδο και στο νοσοκομείο
έβγαλα εισιτήριο στο κρατητήριο.
Έβγαλα εισιτήριο
σαν επιβάτης…
στη χώρα αυτή που τρώει τα παιδιά της.

Επιβάτης στην υποψία αυτή του πλήθους
που ζωές υποστηρίζει
ανατρέποντας τους μύθους.
Επιβάτης στη γεωγραφία αυτού του τόπου
που νεκρούς υπερασπίζει
στις φωτιές της λεωφόρου.
Προσπέκτους
Φαντάζομαι τις έγχρωμες γυαλιστερές γυναίκες
στον τελευταίο τους χορό μ ‘ένα στο χέρι κέρμα

Μπροστά από το παλιό τζουκ μποξ τα ρούχα τους να σκίζουν
και ρίγος να διαπερνά το αμείλικτο τους δέρμα

Απρόσιτες στον πύργο τους έχοντας δραπετεύσει
για μια συνάντηση κρυφή με κάποιον εραστή τους

Στης θάλασσας των ηδονών βουλιάξαν το βελούδο
και βρέθηκαν αιχμάλωτες μες στην κοιλιά του κήτους

Ναι, λάμπουνε φωσφορικά νιώθοντας στο κορμί τους
ενός παράφρονα θεού να τους χαϊδεύουν χάδια

Λικνίζονται στα δάπεδα λύνοντας το σπασμό τους
κι από τα μέλη τους τα ανοιχτά βγαίνουν υγρά διαμάντια

Κυνηγημένες μάγισσες χωρίς την πυρκαγιά τους
μιλώντας με ακατάληπτες περίπλοκες διαλέκτους

Ωραίες αλλοπρόσαλλες και απομακρυσμένες
ίδιες με αυτά τα μανεκέν που βλέπω στα προσπέκτους

Το υπόκωφο τραγούδι τους κρατά φυλακισμένο
μες στο βυθό του Ιωνά τη σάρκινη μεμβράνη

Αυτή που τις παγίδεψε σε ηλιοτροπίων τόπους
και που το κάθε ανόητο κορίτσι δεν την πιάνει

Φαντάζομαι τις έγχρωμες γυαλιστερές γυναίκες
στον τελευταίο τους χορό μ’ ένα στο χέρι κέρμα

Να με κοιτάζουν σαν τζουκ μποξ να με περιγελάνε
κι όλο να μου επιστρέφουν το ματαιωμένο σπέρμα.

Σύνοψη
Με κομπίνες και φτηνές βιοτεχνίες
από το σαράντα ένα κι ως εδώ
λογαριάζοντας συνθήκες κι ευκαιρίες
και πληρώνοντας συντριπτικό δασμό

Ο τιμάριθμος, η μοναξιά κι η βία
με της φτώχειας σου τη διαλεκτική
ανατρέπουν τη λεπτή σου ισορροπία
και γυρεύουνε μια λύση εκρηκτική

Ξαναπαίζεται στο νου σου η ταινία
Συρματόπλεγμα, άλφα δύο, υπογραφή
η προσέγγιση μια κούφια ειρωνεία
κι ένας χρόνος που δεν κάνει επαφή

Τα υπάρχοντα σχεδόν κατασχεμένα
το δυάρι, το παλιό σου γιωταχί
είναι σήματα σαν κρυπτογραφημένα
που σε μπάζουν σε μιαν άλλη εποχή

Κι όμως ξέρω ότι είσαι σαν και μένα
σε συνάντησα στην άσφαλτο θαρρώ
περιμένοντας μαζί καινούργια γέννα
με σημαίες κι ενδοφλέβιο ορό

Με σημαίες και φτηνές βιοτεχνίες
από το σαράντα ένα κι ως εδώ
δίχως μελανά σημεία κι απορίες
ψάχνεις σπίρτο κι υλικό για εμπρησμό

“Θέλω να πω, στην πατρίδα μου απεργία κάνεις, έστω κι αν πεινάσεις”

Leave a comment

Το τραγούδι του Περέντα:

Ιανουαρίου 17, 2010 — Δημήτρης


Στο φίλο και σ. Νίκο Δ.

Στίχοι: Γιώργος Σκούρτης
Μουσική: Δήμος Μούτσης
Πρώτη εκτέλεση: Δήμος Μούτσης

(κλίκ παρακάτω στο γιουτουμπάκι αν θέλετε να το ακούσετε)

Εγώ ο Περέντα
Πατρίδα μου έχω την Αστούρια
Εκεί εκεί στην Ισπανία
Εκεί εκεί που ακόμα κι απ’ την πέτρα
Πιο σκληρή, κι απ’ το σίδερο
Είναι η κάθε απεργία

Κι εγώ ο Περέντα
Που έχω πατρίδα την Αστούρια
Εκεί εκεί στην Ισπανία
Εγώ ο Περέντα ήρθα στο Βέλγιο
Μα εδώ στο Βέλγιο τα έχω χαμένα
Γιατί απεργία κανείς δεν ξέρουν τι σημαίνει
Τι θα πει φωτιά που καίει
Και σίδερο που μας σκοτώνει
Θέλω να πω
Στην πατρίδα μου απεργία κάνεις
Έστω κι αν πεινάσεις
Και το ξέρεις, θα πεινάσεις
Και ψωμί δεν υπάρχει
Και κανείς δεν σου δίνει
Μα η απεργία θα γίνει
Θέλω να πω –

Εγώ ο Περέντα
Θέλω να πω
Εδώ στο Βέλγιο είναι αλλιώς
Γιατί εδώ απεργία κανείς δεν ξέρει τι σημαίνει
Τι θα πει φωτιά που καίει
Και σίδερο που μας σκοτώνει
Θέλω να πω
Στην πατρίδα μου Αστούρια
Ο αγώνας είναι σκληρός
Μα εδώ στο Βέλγιο είναι αλλιώς
Πάντα κάτι έχεις να φας
Κι όταν τρως… γνωστή ιστορία
Ο νους δεν πάει στην απεργία
Θέλω να πω

Εγώ ο Περέντα
Θέλω να πω
Εδώ στο Βέλγιο πάντα κάτι έχεις να φας
Μα όταν τρως ο αγώνας
Είναι ακόμα πιο σκληρός
Γιατί τότε
Κανείς δεν τον κάνει


Σεφέρης μελοποιημένος

Leave a comment

“Μαδώντας ίσκιους από κυπαρίσσια”:

Ιανουαρίου 23, 2010 — Δημήτρης

1 Votes

Όνειρο

Κοιμούμαι και η καρδιά μου ξαγρυπνά,
κοιτάζει τ’ άστρα στον ουρανό και το δοιάκι
και πώς ανθοβολά το νερό στο τιμόνι.

Στίχοι: Σεφέρης Γιώργος
Μουσική: Ανδριόπουλος Ηλίας
Πρώτη εκτέλεση: Άλκηστις Πρωτοψάλτη

Σαντορίνη

Σκύψε αν μπορείς στη θάλασσα τη σκοτεινή,
ξεχνώντας τον ήχο μιας φλογέρας πάνω σε πόδια γυμνά
που πάτησαν τον ύπνο σου
στην άλλη ζωή, στην άλλη ζωή, τη βυθισμένη,
που πάτησαν τον ύπνο σου
στην άλλη ζωή, στην άλλη ζωή, τη βυθισμένη.

Γράψε, αν μπορείς, το τελευταίο σου όστρακο,
τη μέρα, τ’ όνομα, τον τόπο,
και ρίξε το στη θάλασσα για  να βουλιάξει,

Σκύψε αν μπορείς στη θάλασσα τη σκοτεινή,
ξεχνώντας τον ήχο μιας φλογέρας πάνω σε πόδια γυμνά
που πάτησαν τον ύπνο σου
στην άλλη ζωή, στην άλλη ζωή, τη βυθισμένη,
που πάτησαν τον ύπνο σου
στην άλλη ζωή, στην άλλη ζωή, τη βυθισμένη.

Στίχοι: Σεφέρης Γιώργος
Μουσική: Ανδριόπουλος Ηλίας
Πρώτη εκτέλεση: Άλκηστις Πρωτοψάλτη

Εδώ τελειώνουν τα έργα της θάλασσας

Εδώ τελειώνουν τα έργα της θάλασσας, τα έργα της αγάπης.
Εκείνοι που κάποτε θα ζήσουν εδώ που τελειώνουμε
αν τύχει και μαυρίσει στη μνήμη τους το αίμα και ξεχειλίσει
ας μη μας ξεχάσουν, τις αδύναμες ψυχές μέσα στ’ ασφοδίλια.

Ας γυρίσουν προς το έρεβος τα κεφάλια των θυμάτων:
Εμείς που τίποτα δεν είχαμε θα τους διδάξουμε τη γαλήνη.
Ας μη μας ξεχάσουν.

Στίχοι: Γιώργος Σεφέρης
Μουσική: Ηλίας Ανδριόπουλος
Πρώτη εκτέλεση: Νίκος Ξυλούρης

Επιτύμβιο

Τα κάρβουνα μες στην ομίχλη
ήτανε ρόδα ριζωμένα στην καρδιά σου,
κι η στάχτη σκέπαζε το πρόσωπό σου κάθε πρωί.

Μαδώντας ίσκιους από κυπαρίσσια,
έφυγες το άλλο καλοκαίρι,
έφυγες το άλλο καλοκαίρι.

Στίχοι: Σεφέρης Γιώργος
Μουσική: Ανδριόπουλος Ηλίας
Πρώτη εκτέλεση: Άλκηστις Πρωτοψάλτη


Αναρτήθηκε στις
Uncategorized. Ετικέτες: , , . Leave a Comment

“…ω! της αυγής κροκάτη γάζα, γαρούφαλλα του δειλινού…” Ο Βάρναλης διαβάζει Βάρναλη.

Leave a comment

“…ω! της αυγής κροκάτη γάζα, γαρούφαλλα του δειλινού…” Ο Βάρναλης διαβάζει Βάρναλης

O Κώστας Βάρναλης (Μπουργκάς 1883- Αθήνα 1974)

Επέλεξα διαδοχικά: Η
μπαλάντα του κυρ’ Μέντιου, Οι μοιραίοι, Οι πόνοι της Παναγιάς. Τα δύο
πρώτα διαβάζει ο ίδιος ο Βάρναλης, το τελευταίο τραγουδισμένο απο το
μεγάλο Νίκο Ξυλούρη. Δεν συμπεριλαμβάνεται, βεβαίως, η άκρως
μικροαστική και νεοπολουτίστικη “εκτέλεση” της μπαλάντας από το κ. Νότη
Σφακιανάκη και λοιπούς αοιδούς των εγχώριων νυχτερινών κέντρων.

Η μπαλάντα του κυρ’ Μέντιου

Δε λυγάνε τα ξεράδια
και πονάνε τα ρημάδια!
Κούτσα μια και κούτσα δυο
της ζωής το ρημαδιό!

Mεροδούλι, ξενοδούλι!
Δέρναν ούλοι: αφέντες, δούλοι,
ούλοι: δούλοι, αφεντικό
και μ’ φήναν νηστικό.

Tα παιδιά, τα καλοπαίδια,
παραβγαίνανε στην παίδεια
με κοτρόνια στα ψαχνά,
φούχτες μύγα στ’ αχαμνά!

Aνωχώρι, Κατωχώρι,
ανηφόρι, κατηφόρι,
και με κάμα και βροχή,
ώσπου μου ‘βγαινε η ψυχή.

Eίκοσι χρονώ γομάρι
σήκωσα όλο το νταμάρι
κι’ έχτισα, στην εμπασιά
του χωριού, την εκκλησιά.

Kαι ζευγάρι με το βόδι
(άλλο μπόι κι’ άλλο πόδι)
όργωνα στα ρέματα
τ’ αφεντός τα στρέμματα.

Kαι στον πόλεμ’ “όλα για όλα”
κουβαλούσα πολυβόλα
να σκοτώνωνται οι λαοί
για τ’ αφέντη το φαϊ.

Kαι γι’ αυτόνε τον ερίφη
εκουβάλησα τη νύφη
και την προίκα της βουνό,
την τιμή της ουρανό!

Aλλά εμένα σε μια σφήνα
μ’ έδεναν το Μαη το μήνα
στο χωράφι το γυμνό
να γκαρίζω, να θρηνώ.

Kι’ ο παπάς με την κοιλιά του
μ’ έπαιρνε για τη δουλειά του
και μου μίλαε κουνιστός:
“Σε καβάλησε ο Χριστός!

Δούλευε για να στουμπώσει
όλ’ η Χώρα κι’ οι καμπόσοι.
Μη ρωτάς το πώς και τί,
να ζητάς την αρετή!
-Δε βαστάω! Θα πέσω κάπου!
-Ντράπου! Τις προγόνοι ντράπου!
-Αντραλίζομαι!… Πεινώ!…
-Σούτ! θα φας στον ουρανό!”

Kι’ έλεα: όταν μιαν ημέρα
παρασφίξουνε τα γέρα,
θα ξεκουραστώ κι’ εγώ,
του θεού τ’ αβασταγό!

Kι’ όταν ένα καλό βράδυ
θα τελειώσει μου το λάδι
κι’ αμολήσω την πνοή
(ένα πουφ είν’ η ζωή),

H ψυχή μου θε να δράμη
στη ζεστή αγκαλιά τ’ Αβράμη,
τ’ άσπρα, τ’ αχερένια του
να φιλάει τα γένια του!

Γέρασα κι’ ως δε φελούσα
κι’ αχαϊρευτος κυλούσα,
με πετάξανε μακριά
να με φάνε τα θεριά.

Kωλοσούρθηκα και βρίσκω
στη σπηλιά τον Αι-Φραγκίσκο:
“Χαίρε φως αληθινόν
και προστάτη των κτηνών!

Σώσε το γέρο κύρ Μέντη
απ’ την αδικιά τ’ αφέντη,
συ που δίδαξες αρνί
τον κύρ λύκο να γενή!

Tο σκληρόν αφέντη κάνε
από λύκο άνθρωπο κάνε!…”
Μα με την κουβέντα αυτή
πόρτα μου ‘κλεισε κι’ αυτί.

Tότενες το μαύρο φίδι
το διπλό του το γλωσσίδι
πίσω από την αστοιβιά
βγάζει και κουνάει με βιά:

“Φως ζητάνε τα χαϊβάνια
κι’ οι ραγιάδες απ’ τα ουράνια,
μα θεοί κι’ όξαποδώ
κει δεν είναι παρά δώ.

Aν το δίκιο θες, καλέ μου,
με το δίκιο του πολέμου
θα το βρης. Οπου ποθεί
λευτεριά, παίρνει σπαθί.

Mη χτυπάς τον αδερφό σου-
τον αφέντη τον κουφό σου!
Και στον ίδρο το δικό
γίνε συ τ’ αφεντικό.

Χάιντε θύμα, χάιντε ψώνιο
χάιντε Σύμβολον αιώνιο!
Αν ξυπνήσεις, μονομιάς
θα ‘ρτει ανάποδα ο ντουνιάς.

Kοίτα! Οι άλλοι έχουν κινήσει
κι’ έχ’ η πλάση κοκκινήσει
κι’ άλλος ήλιος έχει βγη
σ’ άλλη θάλασσ’, άλλη γης”.

Το ποίημα, με τη φωνή του ίδιου του Κώστα Βάρναλη, μπορείτε να το ακούσετε ΕΔΩ.

Οι Μοιραίοι


Μες στην υπόγεια την ταβέρνα,
μες σε καπνούς και σε βρισιές,
(απάνου εστρίγγλιζε η λατέρνα)
όλη η παραία πίναμε εψές,
εψές, σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια.

Σφιγγόταν ο ένας πλάι στον άλλο
και κάπου εφτυούσε καταγής,
ω! πόσο βάσανο μεγάλο
το βάσανο είναι της ζωής!
Οσο κι ο νους αν τυραννιέται
άσπρην ημέρα δε θυμιέται!

(Ηλιε και θάλασσα γαλάζα
και βάθος του άσωτου ουρανού,
ω! της αυγής κροκάτη γάζα
γαρούφαλλα του δειλινού,
λάμπετε-σβήνετε μακριά μας,
χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!)

Του ενού ο πατέρας χρόνια δέκα
παράλυτος – ίδιο στοιχιό
του άλλου κοντόμερη η γυναίκα
στο σπίτι λιώνει από χτικιό,
στο Παλαμίδι ο γυιός του Μάζη
κ’ η κόρη του γιαβή στο Γκάζι.

-Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!
-Φταίει ο θεός που μας μισεί!
-Φταίει το κεφάλι το κακό μας!
-Φταίει πρώτ’ απ’ όλα το κρασί!
“ποιος φταίει; Ποιος φταίει;… κανένα στόμα
δεν τόβρε και δεν τόπε ακόμα.

Ετσι, στην σκοτεινή ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί,
σαν τα σκουλήκια κάθε φτέρνα
όπου μας εύρει, μας πατεί:
δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα!
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!

Κ. Βάρναλης

Ακούγεται ΕΔΩ

Και με τη φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώση ΕΔΩ.

Οι πόνοι της Παναγιάς

Πού να σε κρύψω γιόκα μου
να μη σε φτάνουν οι κακοί
σε ποιο νησί του ωκεανού
σε πια κορφή ερημική.

Δε θα σε μάθω να μιλάς
και τ’ άδικο φωνάξεις
ξέρω πως θα χεις την καρδιά
τόσο καλή τόσο γλυκή
που μες τα βρόχια της οργής
ταχειά, ταχειά θε να σπαράξεις.

Συ θα’χεις μάτια γαλανά
θα ‘χεις κορμάκι τρυφερό
θα σε φυλάω από ματιά κακή
και από κακό καιρό

Από το πρώτο ξάφνιασμα
της ξυπνημένης νιότης
δεν είσαι συ για μάχητες
δεν είσαι συ για το σταυρό
εσύ νοικοκερόπουλο
όχι σκλάβος, όχι σκλάβος ή προδότης

Κι αν κάποτε τα φρένα σου
το δίκιο φως της αστραπής
κι αν η αλήθεια σου ζητήσουνε
παιδάκι μου να μην τα πεις

Θεριά οι ανθρώποι δεν μπορούν
το φως να το σηκώσουν
δεν είναι η αλήθεια πιο χρυσή
απ’ την αλήθεια της σιωπής
χίλιες φορές να γεννηθείς
τόσες, τόσες θα σε σταυρώσουν

Με τη συγκλονιστική φωνή του Νίκου Ξυλούρη, μπορείτε να το ακούσετε ΕΔΩ.

“Kι αν θα διψάσεις για νερό θα στίψουμε ένα σύννεφο”: Νίκος Γκάτσος

Leave a comment


Δεκεμβρίου 29, 2009 — Δημήτρης

Αμοργός (αποσπάσματα)

Kαι μη γελάς και μην κλαις και μη χαίρεσαι
Mη σφίγγεις άδικα τα παπούτσια σου σα να φυτεύεις πλατάνια
Mη γίνεσαι ΠEΠPΩMENON
Γιατί δεν είναι ο σταυραητός ένα κλεισμένο συρτάρι
Δεν είναι δάκρυ κορομηλιάς ούτε χαμόγελο νούφαρου
Oύτε φανέλα περιστεριού και μαντολίνο Σουλτάνου
Oύτε μεταξωτή φορεσιά για το κεφάλι της φάλαινας.
Eίναι πριόνι θαλασσινό που πετσοκόβει τους γλάρους
Eίναι προσκέφαλο μαραγκού είναι ρολόι ζητιάνου
Eίναι φωτιά σ’ ένα γύφτικο που κοροϊδεύει τις παπαδιές και νανουρίζει τα κρίνα
Eίναι των Tούρκων συμπεθεριό των Aυστραλών πανηγύρι
Eίναι λημέρι των Oύγγρων
Που το χινόπωρο οι φουντουκιές πάνε κρυφά κι ανταμώνουνται
Bλέπουν τους φρόνιμους πελαργούς να βάφουν μαύρα τ’ αυγά τους
Kαι τόνε κλαίνε κι αυτές
Kαίνε τα νυχτικά τους και φορούν το μισοφόρι της πάπιας
Στρώνουν αστέρια καταγής για να πατήσουν οι βασιλιάδες
Mε τ’ ασημένια τους χαϊμαλιά με την κορώνα και την πορφύρα
Σκορπάνε δεντρολίβανο στις βραγιές
Για να περάσουν οι ποντικοί να πάνε σ’ άλλο κελλάρι
[…]
Λένε πως τρέμουν τα βουνά και πως θυμώνουν τα έλατα
Όταν η νύχτα ροκανάει τις πρόκες των κεραμιδιών να μπουν οι καλικάντζαροι μέσα
Όταν ρουφάει η κόλαση τον αφρισμένο μόχθο των χειμάρρων
Ή όταν η χωρίστρα της πιπεριάς γίνεται του βοριά κλωτσοσκούφι.
Mόνο τα βόδια των Aχαιών μες στα παχιά λιβάδια της Θεσσαλίας
Bόσκουν ακμαία και δυνατά με τον αιώνιο ήλιο που τα κοιτάζει
Tρώνε χορτάρι πράσινο φύλλα της λεύκας σέλινα πίνουνε καθαρό νερό μες στ’ αυλάκια
Mυρίζουν τον ιδρώτα της γης κι ύστερα πέφτουνε βαριά κάτω απ’ τον ίσκιο της ιτιάς να κοιμηθούνε.
[…]
Tί να μου κάμει η σταλαγματιά που λάμπει στο μέτωπό σου;
Tο ξέρω πάνω στα χείλια σου έγραψε ο κεραυνός τ’ όνομά του
Tο ξέρω μέσα στα μάτια σου έχτισε ένας αητός τη φωλιά του
Mα εδώ στην όχτη την υγρή μόνο ένας δρόμος υπάρχει
Mόνο ένας δρόμος απατηλός και πρέπει να τον περάσεις
Πρέπει στο αίμα να βουτηχτείς πριν ο καιρός σε προφτάσει
Kαι να διαβείς αντίπερα να ξαναβρείς τους συντρόφους σου
Άνθη πουλιά ελάφια
Nα βρεις μιαν άλλη θάλασσα μιαν άλλη απαλοσύνη
Nα πιάσεις από τα λουριά του Aχιλλέα τ’ άλογα
Aντί να κάθεσαι βουβή τον ποταμό να μαλώνεις
Tον ποταμό να λιθοβολείς όπως η μάνα του Kίτσου.
Γιατί κι εσύ θα ‘χεις χαθεί κι η ομορφιά σου θα ‘χει γεράσει.
Mέσα στους κλώνους μιας λυγαριάς βλέπω το παιδικό σου πουκάμισο να στεγνώνει
Πάρ’ το σημαία της ζωής να σαβανώσεις το θάνατο
Kι ας μη λυγίσει η καρδιά σου
Kι ας μην κυλήσει το δάκρυ σου πάνω στην αδυσώπητη τούτη γη
Όπως εκύλησε μια φορά στην παγωμένη ερημιά το δάκρυ του πιγκουίνου
Δεν ωφελεί το παράπονο
Ίδια παντού θα ‘ναι η ζωή με το σουραύλι των φιδιών στη χώρα των φαντασμάτων
Mε το τραγούδι των ληστών στα δάση των αρωμάτων
Mε το μαχαίρι ενός καημού στα μάγουλα της ελπίδας
Mε το μαράζι μιας άνοιξης στα φυλλοκάρδια του γκιώνη
Φτάνει ένα αλέτρι να βρεθεί κι ένα δρεπάνι κοφτερό σ’ ένα χαρούμενο χέρι
Φτάνει ν’ ανθίσει μόνο
Λίγο στάρι για τις γιορτές λίγο κρασί για τη θύμηση λίγο νερό για τη σκόνη…
[…]
Στου πικραμένου την αυλή ήλιος δεν ανατέλλει
Mόνο σκουλήκια βγαίνουνε να κοροϊδέψουν τ’ άστρα
Mόνο φυτρώνουν άλογα στις μυρμηγκοφωλιές
Kαι νυχτερίδες τρων πουλιά και κατουράνε σπέρμα.
Στου πικραμένου την αυλή δε βασιλεύει η νύχτα
Mόνο ξερνάν οι φυλλωσιές ένα ποτάμι δάκρυα
Όταν περνάει ο διάβολος να καβαλήσει τα σκυλιά
Kαι τα κοράκια κολυμπάν σ’ ένα πηγάδι μ’ αίμα.
Στου πικραμένου την αυλή το μάτι έχει στερέψει
Έχει παγώσει το μυαλό κι έχει η καρδιά πετρώσει
Kρέμονται σάρκες βατραχιών στα δόντια της αράχνης
Σκούζουν ακρίδες νηστικές σε βρυκολάκων πόδια.
Στου πικραμένου την αυλή βγαίνει χορτάρι μαύρο
Mόνο ένα βράδυ του Mαγιού πέρασε ένας αγέρας
Ένα περπάτημα ελαφρύ σα σκίρτημα του κάμπου
Ένα φιλί της θάλασσας της αφροστολισμένης.
Kι αν θα διψάσεις για νερό θα στίψουμε ένα σύννεφο
Kι αν θα πεινάσεις για ψωμί θα σφάξουμε ένα αηδόνι
Mόνο καρτέρει μια στιγμή ν’ ανοίξει ο πικραπήγανος
N’ αστράψει ο μαύρος ουρανός να λουλουδίσει ο φλόμος.
Mα είταν αγέρας κι έφυγε κορυδαλλός κι εχάθη
Eίταν του Mάη το πρόσωπο του φεγγαριού η ασπράδα
Ένα περπάτημα ελαφρύ σα σκίρτημα του κάμπου
Ένα φιλί της θάλασσας της αφροστολισμένης.

Φωτό: Γκάτσος Νίκος, Χατζιδάκις Μάνος.

από το Aμοργός, Ίκαρος 1987

Νίκος Γκάτσος

(διαβάζει: Φυσσούν Πέτρος, Ανέκδοτη ηχογράφηση, 1962)


Αναρτήθηκε στις Uncategorized. Ετικέτες: , , . Leave a Comment »

Older Entries